- ταχυπλοέω
- τᾰχῠ-πλοέω,A sail fast, Plb.3.95.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχυπλοοῦντες — ταχυπλοέω sail fast pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπλοοῦσα — ταχυπλοέω sail fast pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπλοούσας — ταχυπλοούσᾱς , ταχυπλοέω sail fast pres part act fem acc pl (attic epic doric) ταχυπλοούσᾱς , ταχυπλοέω sail fast pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπλοήσας — ταχυπλοήσᾱς , ταχυπλοέω sail fast aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)